ημίδεσμος

ημίδεσμος
ο
1. ψευδόδεσμος που χρησιμοποιείται για την ταχύτερη πρόσδεση τού άκρου ενός καλωδίου σε ένα στερεό αντικείμενο
2. ναυτ. ναυτικός κόμβος που σχηματίζεται στην άκρη ενός σχοινιού με σκοπό τη γρήγορη κατασκευή μιας πρόχειρης θηλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι-* + δεσμός (< δέω [ΙΙ] «δένω»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… …   Dictionary of Greek

  • μετζαβόλτα — η κοινή ονομασία τού ναυτικού κόμπου που είναι γνωστός και ως ημίδεσμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέτζο* «μισό» + βόλτα «στροφή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”